- ἀγαθωσύνην
- ἀγαθωσύνηgoodnessfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благостыни — БЛАГОСТЫН|И (85), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Доброта, милосердие, благосклонность: молю ти сѩ. ˫ако да възвеличаю и азъ. съ моученикома. исусе христе мъногоую твою благостыню. Стих 1156 1163, 104; о колико бл҃гостын˫а твоѥ˫а г҃и ˫ако показалъ ѥси такъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευέργαστος — εὐέργαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα επεξεργάζεται κάποιος, ο εύπλαστος («εὐέργαστος πᾱσα γῆ») 2. (για ανθρώπους) ευάγωγος, εύπλαστος («εὐέργαστοι πρὸς ἀγαθωσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *εργαστός (< εργάζομαι), πρβλ. α κατ έργαστος, αν… … Dictionary of Greek